σωτηρία — I Ρωμαϊκή θεότητα (Salus). Η πρώτη αναφορά της γίνεται στα έπη των Σαλίων, μαζί με της Ειρήνης και της Ομόνοιας. Οι τρεις αυτές θεές προστάτευαν την κοινωνία και την πολιτεία. Αργότερα ταυτίστηκε με τη θεά Τύχη (Fortuna) και στον 3o π.Χ. αι.… … Dictionary of Greek
χρυσή — I Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, κόρη Βουλγάρου Χριστιανού, η οποία μαρτύρησε στο χωριό Σλάτενα της επαρχίας Μογλενών της Μακεδονίας επειδή δεν δέχτηκε να εξισλαμιστεί (1795). Η μνήμη της τιμάται στις 13 Οκτωβρίου. II Λέγεται και… … Dictionary of Greek
Αγίου Στεφάνου, δήμος — Δήμος (9.451 κάτ.) της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής. Αποτελείται από τον ομώνυμο οικισμό, που είναι και η έδρα του, και τον μικρότερο οικισμό Πευκόφυτο … Dictionary of Greek
Ακρολαμία — Οχυρό της Λαμίας. Βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της πόλης (177 μ.), σε έναν πευκόφυτο λόφο, και θεωρείται το σημαντικότερο αρχαιολογικό και ιστορικό μνημείο της. Η συνολική έκτασή του είναι περίπου 16 στρέμματα. Το πολυγωνικό τμήμα της δυτικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek